Προβληματισμό προκαλούν οι συστηματικές τουρκικές μεθοδεύσεις σε σχέση με το καθεστώς της νεκράς ζώνης και των Βαρωσίων. Όμως η κατάσταση αυτή δεν πρέπει να μας εκπλήττει. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το περιβάλλον καθώς και το ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο λαμβάνουν χώρα οι τουρκικές ενέργειες.
Η Τουρκία ουδέποτε αποδέχθηκε το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (4 Μαρτίου, 1964) με το οποίο κατ΄ ουσίαν νομιμοποιήθηκε το Δίκαιο της Ανάγκης. Πέραν τούτου, έκτοτε η ΟΥΝΦΙΚΥΠ λαμβάνει την εντολή της από τη φιλοσοφία του ίδιου Ψηφίσματος. Μετά την τουρκική εισβολή το 1974, η κατάσταση στην Κύπρο διαφοροποιήθηκε άρδην. Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία συνέχισε να υπάρχει όπως και η φιλοσοφία του συγκεκριμένου Ψηφίσματος. Έκτοτε η Τουρκία προσπαθεί συστηματικά να αλλοιώσει τα δύο σημαντικά αυτά δεδομένα.
Η κυπριακή κυβέρνηση προσπαθεί δια των νομίμων μέσων να αποτρέψει τις τουρκικές μεθοδεύσεις. Το τελευταίο διάστημα έχει εκφρασθεί ακόμα και από την κυβέρνηση έντονη δυσφορία έναντι του Ειδικού Αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα στην Κύπρο Colin Stewart για τη στάση του. Και ενώ η πλευρά μας θα συνεχίσει να προασπίζεται την κρατική υπόσταση καθώς και τα νόμιμα δικαιώματά της, ταυτόχρονα πρέπει να κατανοηθεί ότι ο ΟΗΕ δεν λειτουργεί πάντοτε στα πλαίσια αρχών καθώς λαμβάνει υπ΄ όψιν το ισοζύγιο δυνάμεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση παρατηρείται ότι διαχρονικά υπήρξε ανοχή έναντι των έκνομων ενεργειών της τουρκικής πλευράς.
Ως εκ τούτου, ενώ θα πρέπει να αξιοποιούνται όλα τα μέσα που προσφέρονται δια της νομικής οδού, η κυβέρνηση, η εκάστοτε κυβέρνηση, καλείται να προβληματισθεί και για την αξιοποίηση της πολιτικής μεθοδολογίας για να προωθήσει τους στόχους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στη σημερινή συγκυρία η κυβέρνηση καλείται να επεξεργαστεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για το Κυπριακό καθώς και για τα ενεργειακά ζητήματα. Όπως έχω ήδη κατ΄ επανάληψιν σημειώσει υπογραμμίσει, δεν υφίστανται σήμερα οι προϋποθέσεις για μια ομοσπονδιακή διευθέτηση του Κυπριακού. Μπορεί όμως να υπάρξουν κάποιες προϋποθέσεις για συνεργασία σε ενεργειακά ζητήματα καθώς και για την υιοθέτηση μιας εξελικτικής διαδικασίας αντιμετώπισης των διαφόρων ζητημάτων. Και ενώ η υλοποίηση αυτής της εισήγησης δεν οδηγεί σε διευθέτηση του Κυπριακού, έχει όμως τη δυνατότητα να επιφέρει κάποια βελτίωση του status quo. Επιπρόσθετα, είναι δυνατό με αυτή την προσέγγιση να επιτευχθεί μια επαναξιολόγηση βασικών αρχών σε θέματα ουσίας αλλά και διαδικασίας για τη διευθέτηση του Κυπριακού. Στα πλαίσια αυτά είναι καθοριστικής σημασίας αφ’ ενός η προάσπιση της κρατικής υπόστασης και αφ’ετέρου η επανάκτηση των πρωτοβουλιών από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η Τουρκία στη σημερινή συγκυρία θα πράξει οτιδήποτε δυνατό για να προωθήσει τους σχεδιασμούς της εκμεταλλευόμενη και το γεγονός ότι η προσοχή της διεθνούς κοινότητας επικεντρώνεται στον πόλεμο στην Ουκρανία και τις ευρύτερες προεκτάσεις. Αλλά και η Κυπριακή Δημοκρατία νομιμοποιείται να επικαλείται το διεθνές δίκαιο και την ανάγκη του σεβασμού προς αυτό και όχι την κατά το δοκούν επίκλησή του. Πέραν τούτου είναι σημαντικό να αξιολογηθούν και τα σημεία εκείνα τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε μια ευρύτερη σύγκλιση συμφερόντων. Μεταξύ άλλων,τονίζεται ότι οι ΗΠΑ, η ΕΕ αλλά και η Βρετανία επιθυμούν την αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου της Ανατολικής Μεσογείου καθώς και την αποφυγή των εντάσεων στην ευρύτερη περιοχή.
Υπογραμμίζω συναφώς ότι ο διάλογος που λαμβάνει χώρα στην προεκλογική περίοδο για το Κυπριακό είναι εν πολλοίς ξεπερασμένος και δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές πραγματικότητες. Η τουρκική πλευρά δεν συζητεί πλέον το Έγγραφο Γκουτέρες ούτε τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία. Αντίθετα επικεντρώνεται σε μια λύση στη βάση δύο κρατών, με τελικό στόχο τη συνομοσπονδία. Εάν δεν γίνει κατανοητό ότι η πλευρά μας πρέπει να επιστρατεύσει νέα εργαλεία και νέες μεθόδους για διάσπαση του αδιεξόδου και για προάσπιση των συμφερόντων μας θα βρεθούμε προ νέων οδυνηρών εκπλήξεων.